- κάμψη
- I
(Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση.II(Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας. Χαρακτηρίζεται από αλλαγή της καμπυλότητας του άξονα ή της μέσης επιφάνειας του στερεού. Η μελέτη των καταπονήσεων των στερεών με κ. στην ελαστική περιοχή απλουστεύεται, αν ληφθεί υπόψη η περίπτωση μιας πρισματικής, ομογενούς και ευθύγραμμης δοκού. Οι δυνάμεις που εξασκούνται στη δοκό θεωρείται ότι βρίσκονται όλες πάνω στο ίδιο επίπεδο (κάθετες προς τον άξονα της δοκού). Υπό την επίδραση των δυνάμεων αυτών, η δοκός καμπυλώνεται. Αν θεωρηθεί ότι αυτή αποτελείται από παράλληλες ίνες, τότε οι ίνες που βρίσκονται στην πλευρά της κοίλης επιφάνειας βραχύνονται, ενώ αυτές που βρίσκονται στην πλευρά της κυρτής επιφάνειας επιμηκύνονται.* * *ἡ (AM κάμψις) [κάμπτω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κάμπτω, λύγισμα, κλίση, γέρσιμο2. ενεργητική ή παθητική απομάκρυνση ενός άκρου, τμήματος άκρου ή τής σπονδυλικής στήλης από τη θέση τής έκτασηςνεοελλ.1. (για κίνηση σε τόπο) αλλαγή κατευθύνσεως, παράκαμψη, παράλλαξη, καβαντζάρισμα πλοίου2. φυσ. η παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό όταν αυτό καταπονείται από δυνάμεις οι οποίες ενεργούν πάνω του εγκάρσια προς τον μεγαλύτερο άξονά του3. μτφ. ύφεση εντάσεως, χαλάρωση, μείωση, υποχώρηση, εξασθένηση4. η αλλαγή τόνου κατά την ομιλία, την ανάγνωση κ.λπ.5. φρ. «κάμψη τιμών» — μείωση τών τιμών, υποτίμηση ειδών6. (για φυτά) η ανισοταχής αύξηση ενός οργάνου σε σχέση με άλλα όργανα τού φυτού7. βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας βιγνονιίδες.
Dictionary of Greek. 2013.